δίσεκτος

δίσεκτος
και δίσεχτος, -η, -ο (Μ δίσεκτος και βίσεκτος, -ον)
1. έτος, χρόνος με 366 ημέρες, δηλ. που είχε δις την έκτη μέρα πριν από τις καλένδες τού Μαρτίου
2. δυσοίωνος χρόνος, με απρόβλεπτες συμφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + έκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίσεκτος — δίσεκτος, η, ο και δίσεχτος, η, ο 1. χρόνος με 366 μέρες. 2. χρόνος που φέρνει δυστυχία: Στους δίσεχτους χρόνους δε γίνονται γάμοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίσεκτος — και βίσεξτος, ον (AM) ο δίσεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bisextus «δίσεκτος» (ενν. annus)] …   Dictionary of Greek

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”