- δίσεκτος
- και δίσεχτος, -η, -ο (Μ δίσεκτος και βίσεκτος, -ον)1. έτος, χρόνος με 366 ημέρες, δηλ. που είχε δις την έκτη μέρα πριν από τις καλένδες τού Μαρτίου2. δυσοίωνος χρόνος, με απρόβλεπτες συμφορές.[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + έκτος].
Dictionary of Greek. 2013.